Στοματική Βλεννογονίτιδα

Η βλεννογονίτιδα του στόματος αποτελεί «φλεγμονώδους τύπου (inflammatory-like)» βλάβη του βλεννογόνου, ως αποτέλεσμα της κυτταροτοξικής χημειοθεραπείας και της ακτινοθεραπείας.

Επίπτωση

Η συχνότητα εμφάνισης της βλεννογονίτιδας ποικίλει κυρίως ανάλογα με το είδος της ογκολογικής θεραπείας. Περίπου το 40% των ασθενών που λαμβάνουν αντινεοπλασματική χημειοθεραπεία, το 80% των ασθενών που υποβάλλονται σε μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων και σχεδόν όλοι οι ασθενείς που υποβάλλονται σε αντινεοπλασματική ακτινοθεραπεία για κακοήθεις όγκους κεφαλής-τραχήλου θα εμφανίσουν επιπλοκές στο στόμα, συμπεριλαμβανομένης της βλεννογονίτδας. Το 10% έως 15% των ασθενών που λαμβάνουν αντινεοπλασματική χημειοθεραπεία και το 35% έως το 43% ή και περισσότερο των ασθενών που υποβάλλονται σε ακτινοθεραπεία κεφαλής-τραχήλου θα εμφανίσουν επώδυνη βαρειά βλεννογονίτιδα.

Κλινική εικόνα – Διαφορική Διάγνωση

Η βλεννογονίτιδα παραμένει μια από τις πιο σοβαρές επιπλοκές της αντινεοπλασματικής χημειοθεραπείας και της ακτινοθεραπείας κεφαλής-τραχήλου.Ταξινομείται, ανάλογα με τη κλινική εικόνα και τη βαρύτητά της, σε βαθμούς, 0 – 4, με στόχο την επικοινωνία μεταξύ των ιατρών και την κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπιση. Η βαρύτητα της βλεννογονίδας ποικίλει μεταξύ ερυθήματος μέχρι επώδυνες ελκώσεις, που μπορεί να εκτείνονται σε όλο το βλεννογόνο και καλύπτονται από νεκρωτικές ψευδομεμβράνες. Το μικροβιακό φορτίο του στόματος αποτελεί παράγοντα κλειδί για την ανάπτυξη και τη βαρύτητά της. Η βλεννογονίτιδα βαθμού 3 και 4 αξιολογείται ως «βαρειά» και είναι ιδιαίτερα επώδυνη. Η βαρειά βλεννογονίτιδα βαθμού 3 και 4, η οποία στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται και ως pseudomembranous mucositis or ulcerative mucositis, θα πρέπει να διαφοροδιαγνωστεί από την ψευδομεβρανώδη καντιντίαση και τις ελκώσεις της λοίμωξης από τον ιό του απλού έρπητα – 1. Στην περίπτωση της αλλογενούς Μεταμόσχευσης Αρχέγονων Αιμοποιητικών Κυττάρων, η βλεννογονίτιδα χρειάζεται, ακόμη, να διαφοροδιαγνωστεί από τις βλάβες της οξείας νόσου μοσχεύματος κατά ξενιστή. Οι λοιμώξεις του βλεννογόνου, κυρίως η ψευδομεμβρανώδης καντιντίαση και ο απλός έρπης -1, μπορούν να επιδεινώσουν τη βλεννογονίτιδα, να προκαλέσουν πρώϊμη έναρξη ή να εμποδίσουν την επούλωση. Η σύγχρονη χορήγηση χημειοθεραπείας, κατά την ακτινοθεραπεία κεφαλής-τραχήλου, μπορεί να αυξήσει τη βαρύτητα της βλεννογονίτιδας.

Θεραπεία της βλεννογονίτιδας

Οι 5 φάσεις της βλεννογονίτιδας, που έχουν περιγραφεί από τον Stephen Sonis, προσφέρουν ένα καλό μοντέλο για τη μελέτη θεραπευτικών παρεμβάσεων.
  • Γενικά:
  • Χορηγούνται καλυπτικά/προστατευτικά του βλεννογόνου
  • Αποφεύγονται τα αντισηπτικά με οινόπνευμα
  • Συστήνεται στοματόπλυμα με χλιαρό νερό ή χαμομήλι, σόδα και αλάτι, το οποίο τροποποιείται κατά περίπτωση
  • Σε ορισμένες περιπτώσεις χορηγείται προφυλακτική αντιμυκητιασική και ανιερπητική αγωγή
  • Σε άλλες περιπτώσεις αντιμετωπίζεται η λοίμωξη, όταν αυτή αναπτυχθεί
  • Η τήρηση καλής στοματικής υγιεινής είναι σημαντική
  • Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

NORTHMEDICA

ΡΙΜΙΝΙ 17, ΛΥΚΟΒΡΥΣΗ, 14123 ΑΘΗΝΑ